ἄφατος

ἄφατος
ἄφατος
not uttered
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • άφατος — η, ο (AM ἄφατος, ον) αυτός που είναι δύσκολο να περιγραφεί, απερίγραπτος, ανέκφραστος αρχ. ο δίχως όνομα, ανώνυμος, ασήμαντος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + φᾰτος < φᾰ εξασθενωμένη βαθμίδα του φημί] …   Dictionary of Greek

  • άφατος — η, ο αυτός που δεν μπορεί να οριστεί με λέξεις, ο ανέκφραστος, ο ανείπωτος: Η λύπη του για το χαμό του παιδιού του είναι άφατη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀφάτως — ἄφατος not uttered adverbial ἄφατος not uttered masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄφατον — ἄφατος not uttered masc/fem acc sg ἄφατος not uttered neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφάτοις — ἄφατος not uttered masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφάτου — ἄφατος not uttered masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφάτους — ἄφατος not uttered masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφάτων — ἄφατος not uttered masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφάτῳ — ἄφατος not uttered masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄφατα — ἄφατος not uttered neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”